- επώδης
- ἐπώδης, -ες (Α)αυτός που μυρίζει άσχημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ώδης (< όζω < *όδ-jω), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη βαθμίδα τού θ. οδ- (πρβλ. δυσ-ώδης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπῳδῆς — ἐπῳδή song sung to fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπῶδες — ἐπώδης rank smelling masc/fem voc sg ἐπώδης rank smelling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισύλλαβος — η, ο / τρισύλλαβος, ον, ΝΜΑ αυτός που αποτελείται από τρεις συλλαβές (α. «τρισύλλαβη λέξη» β. «ἐπήκουσα τῆς ἐπῳδῆς, ἦν δὲ τρισύλλαβος», Λουκ.). επίρρ... τρισυλλάβως Α με τρεις συλλαβές, σε τρεις συλλαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + σύλλαβος (<… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek